- επαγγέλλω
- (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω]1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.)2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό» β. «τί ἐστιν ὅ ἐπαγγέλεται τε καὶ διδάσκει», Πλάτ.)νεοελλ.μέσ. επιδεικνύω συνεχώς μια ανύπαρκτη αρετή («επαγγέλλεται τον προστάτη τού λαού»)αρχ.-μσν.1. λέω, αναγγέλλω, κάνω γνωστό με κήρυκα («ἐπαγγελλέτω πᾱς ἀνὴρ καὶ γυνή, εἴ τις ἀργυρίδιον δεῑται λαβεῑν», Αριστοφ.)2. κηρύσσω, γνωστοποιώ επίσημα («οὐ πόλεμόν γε ἐπαγγέλλεις», Πλάτ.)3. (απολ.) δίνω διαταγές, διατάσσω, παραγγέλλω («θεῑον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον αὐτοῑς», Ηρόδ.)4. παραγγέλλω να («ἀδελφὴν γὰρ αὐτοῡ κόρην ἐπαγγείλαντες ἥκειν», Θουκ.)5. παραγγέλλω να ετοιμάσουν κάτι («στρατιάν τε ἐπαγγέλλων ἐς τοὺς συμμάχους», Θουκ.)6. διαβεβαιώνω7. υπόσχομαι σε κάποιον να κάνω κάτι8. προσφέρομαι να κάνω κάτι που είναι μέσα στις δυνατότητές μου («οἱ σοφισταὶ ἐπαγγέλλονται διδάσκειν τινά», Αριστοτ.)9. ζητώ να μού δοθεί ένα αγαθό10. μέσ. ζητώ μια χάρη11. (για αξιώματα) επιδιώκω12. φρ. «δοκιμασίαν ἐπαγγέλλω» — καταγγέλλω, καλώ κάποιον στη δοκιμασία τών ρητόρων, γιατί μετέχει τών πολιτικών ενώ είναι ένοχος ατιμίας.
Dictionary of Greek. 2013.